εντελεχώς

εντελεχώς
ἐντελεχῶς (Α)
επίρρ. διαρκώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐντελεχῶς — ἐντελεχής adverbial (attic epic doric) ἐντελεχῶς indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”